ἔπαθ'

ἔπαθ'
ἔπαθε , πάσχω
have
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ομοπαθής — ὁμοπαθής, ές (Α) αυτός που υποφέρει τα ίδια με κάποιον άλλο, ο υποκείμενος στα ίδια πάθη ή στα ίδια συναισθήματα, ιδίως δυσάρεστα, ομοιοπαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + παθής (< θ. παθ , πρβλ. ἔπαθ ον, αόρ. β τού πάσχω), πρβλ. καινο παθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”